Περικοπές σε έργα ΑΠΕ: Συνοπτική ανάλυση νομικών παραμέτρων και έννομη προστασία
[άρθρο της δικηγορικής εταιρείας Μεταξάς & Συνεργάτες στο energypress.gr]
Το τελευταίο διάστημα λαμβάνουν χώρα με ολοένα και αυξανόμενο ρυθμό και ένταση περιοδικές περικοπές φορτίου σε έργα ΑΠΕ, ιδίως φωτοβολταϊκούς σταθμούς, φαινόμενο συνδεδεμένο με την αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ στο Σύστημα, χωρίς την παράλληλη επαρκή έγκαιρη πρόνοια για τη συσχέτιση της επενδυτικής δραστηριότητας με τα δεδομένα της ζήτησης αλλά και την έγκαιρη συγκρότηση μηχανισμών προληπτικής ανάσχεσης του φαινομένου, όπως έργα αποθήκευσης ενέργειας και αναβάθμισης των δικτύων διανομής και μεταφοράς.
Η ασφαλής λειτουργία του συστήματος ηλεκτροδότησης προς διασφάλιση της περαιτέρω ανάπτυξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αποτελεί ενωσιακή επιταγή, κατοχυρωμένη ήδη με την Οδηγία 2009/28/ΕΚ. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κανονισμού 943/2019 (ΕΕ), οι Διαχειριστές μεριμνούν ώστε να δίδεται προτεραιότητα έγχυσης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας σε έργα ΑΠΕ στο βαθμό που το επιτρέπει η ασφαλής λειτουργία του εθνικού συστήματος, βάσει διαφανών και αμερόληπτων κριτηρίων, όταν πρόκειται για έργα με ισχύ μικρότερη των 400kW ή καινοτόμα έργα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο ένα κράτος μέλος να εφαρμόσει, υπό προϋποθέσεις, χαμηλότερη ελάχιστη δυναμικότητα από αυτή των 400kW. Σύμφωνα δε με το αρ. 13 του Κανονισμού, τυχόν επιβαλλόμενες περικοπές οφείλουν, ωστόσο, να βασίζονται σε αντικειμενικά, διαφανή κριτήρια που δεν εισάγουν μη αντικειμενικά δικαιολογήσιμες διακρίσεις και επιλεκτικότητες. Επίσης σύμφωνα με το κείμενο ενωσιακό νομοθετικό πλαίσιο, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν, λαμβάνοντας τα δέοντα επιχειρησιακά μέτρα, για την ασφάλεια του δικτύου και της αγοράς, προκειμένου να ελαχιστοποιούνται οι περιορισμοί στην έγχυση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ.
Σε περιπτώσεις, ωστόσο, που παρίσταται, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια, αναγκαιότητα για τη λήψη μέτρων περιορισμού της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, προκειμένου να εξασφαλισθούν η ασφάλεια του εθνικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και ο ενεργειακός εφοδιασμός, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιοι φορείς εκμετάλλευσης των συστημάτων να υποβάλλουν έκθεση για τα μέτρα αυτά, αναφέροντας το είδος των διορθωτικών μέτρων που προτίθενται να λάβουν για την αποφυγή μη σκόπιμων περικοπών.
Επιπλέον, σύμφωνα με το οικείο εθνικό νομοθετικό πλαίσιο (ιδίως το άρθρο 26 του ν. 4062/2012, δια του οποίου ενσωματώθηκε η άνω Οδηγία και τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του ν. 4001/2011 περί λειτουργίας των Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, άρθρα 128-129 ν. 4001/2011, ν. 4643/2019), οι Διαχειριστές του Συστήματος οφείλουν, πέραν της αναλογικής και διαφανούς επιβολής μέτρων περικοπών, αφενός να γνωστοποιούν σε τακτική βάση στοιχεία αναφορικά με τις περικοπές ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από Α.Π.Ε. μεριμνώντας για απόλυτη διαφάνεια, αφετέρου να λαμβάνουν μέτρα ελαχιστοποίησης των εν λόγω περικοπών.
Ως εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές, ότι οι Διαχειριστές δεν δύνανται να προβαίνουν σε περικοπές ερήμην της τήρησης των αρχών της ισονομίας, της αναλογικότητας και της διαφάνειας, οι οποίες επιτάσσονται και από τους οικείους Κώδικες (ΕΣΜΗΕ και ΕΔΔΗΕ) προς τον σκοπό της αποφυγής φαινομένων άνισης κατανομής του σχετικού βάρους και των επαχθών συνεπειών μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών παραγωγών (αναλόγως της τεχνολογίας, της σύνδεσης τους στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα ή στο ΜΔΝ, του χρόνου σύνδεσης και της ισχύος των έργων).
Οι εν λόγω περιορισμοί, τα κριτήρια κι ο τρόπος επιβολής τους από τους αρμόδιους Διαχειριστές επί λειτουργούντων σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και κυρίως φωτοβολταϊκών σταθμών, αναπόφευκτα συγκροτούν περιστάσεις που δεν δύναται να διέπονται από τυχαιότητα, έλλειψη σαφών ρυθμιστικών κανόνων και, συνακόλουθα αναποφεύκτως, έλλειψη διαφάνειας. Το εν λόγω πρόβλημα απασχολεί -σε καθημερινή πλέον βάση- πλείονες παραγωγούς, για τους οποίους ελλοχεύει ο κίνδυνος να υποστούν σημαντική οικονομική ζημία λόγω της απώλειας εσόδων από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που δεν εγχέεται και αποζημιώνεται. Παράλληλα, οι επιβαλλόμενες περικοπές έχουν προκαλέσει στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ συνθήκες επενδυτικής ανασφάλειας, σε συνδυασμό με τα μη σαφή και διαφανή κριτήρια κατ’ εφαρμογή των οποίων φαίνεται ότι οι αρμόδιοι Διαχειριστές προβαίνουν στις εν λόγω περικοπές.
Το καθεστώς δε αυτό ανασφάλειας προβλέπεται ότι θα επιταθεί στο εγγύς μέλλον, λόγω της αυξητικής εισόδου νέων ΑΠΕ, της καθυστέρησης στην υλοποίηση διαρθρωτικών σημαντικών επενδύσεων στα δίκτυα αλλά και στην αδειοδότηση και υλοποίηση έργων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία θα ηδύναντο να περιορίσουν έστω τις επιβαλλόμενες περικοπές. Δεδομένου δε ότι οι γενεσιουργοί παράγοντες δημιουργίας του σημαντικού αυτού προβλήματος, όπως και τα όρια και περιορισμοί της εγχώριας ζήτησης, ήταν εδώ και καιρό γνωστοί και εμφανείς, είναι σαφές ότι θα έπρεπε να είχαν δρομολογηθεί συστηματικά και κατά προτεραιότητα μέτρα για την άμβλυνσή του, αλλά και σαφείς κανόνες εκ μέρους των Διαχειριστών και της Πολιτείας που θα διήπαν συντεταγμένα και, ει δυνατόν, προβλέψιμα την όποια αναγκαία επαχθή παρέμβαση δια των περικοπών, η οποία συνιστά κατ ουσίαν -μια ακόμη- περικοπή του εσόδου των παραγωγών. Το αυτό ισχύει και για τη θέσπιση σαφών κανόνων για την αποζημίωση των παραγωγών.
Ενόψει όλων των προαναφερθέντων, αλλά και της νομικά προβληματικής προσέγγισης και πρακτικής που επί της παρούσης υιοθετείται, οι θιγόμενοι παραγωγοί ΑΠΕ δύνανται να συγκροτήσουν έγκαιρα και εξατομικευμένα πλαίσιο εννόμου προστασίας των επενδύσεών τους με βάση τις εξειδικευμένες πρόνοιες της εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας.